λιχάς

λιχάς
I
Μυθολογικό πρόσωπο. Κήρυκας του Ηρακλή, είναι γνωστός από το έργο του Σοφοκλή Τραχινίαι. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ηρακλής, μετά την επιτυχία της εκστρατείας της Οιχαλίας, είχε φέρει σπίτι του αιχμάλωτη την πριγκίπισσα της Οιχαλίας, Ιόλη. Η γυναίκα του Ηρακλή, Δηιάνειρα, ζήλεψε και έστειλε στον άντρα της με τον Λ. τον δηλητηριασμένο χιτώνα του Νέσου, με τον οποίο πίστευε ότι θα είχε τη δύναμη να αναζωογονήσει τον έρωτα του συζύγου της. Το δηλητήριο του χιτώνα όμως απορροφήθηκε από το σώμα του Ηρακλή, ο οποίος άρχισε να κυριεύεται από πόνους. Κάλεσε τότε τον Λ. και τον ρώτησε με ποια σατανική τέχνη είχε ετοιμάσει τον χιτώνα. Ο Λ. απάντησε ότι τον έφερε όπως του τον παρέδωσαν. Σφαδάζοντας από φοβερούς πόνους, ο Ηρακλής τον έπιασε από τον αστράγαλο και τον πέταξε πάνω από έναν βράχο της Εύβοιας, στη θάλασσα. Ο Λ. έπεσε πάνω στους βράχους· το κρανίο του θρυμματίστηκε και το μυαλό του σκορπίστηκε, μαζί με αίμα. Από τότε τα βραχώδη εκείνα νησάκια ονομάστηκαν Λιχάδες.
II
(; – 411 π.Χ.). Σπαρτιάτης πολιτικός. Το 421 π.Χ. υπήρξε πρεσβευτής της πόλης του στο Άργος. Το 420 νίκησε στην Ολυμπία και το 418 μεσολάβησε για τη σύναψη ειρήνης μεταξύ Σπάρτης και Άργους. Η συνθήκη που υπέγραψε όμως το 412 με τον Τισσαφέρνη δεν ήταν ευνοϊκή για τους Ίωνες. Έτσι, όταν πέθανε, οι Μιλήσιοι δεν παραχώρησαν μέρος για την ταφή του.
* * *
λιχάς, -άδος, ἡ (Α)
1. το διάστημα μεταξύ τού αντίχειρα και τού δείκτη, η μικρή πιθαμή, το ρούπι
2. (κατά τον Ησύχ.) α) απότομος
β. (στην ονομ. πληθ.) «λιχάδες
ὄστρεα πάντα, οἱ δὲ λίθοι καὶ ψῆφοι καὶ κογχύλια».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιχ- (μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας λειχ- τού ρ. λείχω «γλείφω») + κατάλ. -άς (πρβλ. μον-άς, πεντ-άς), αντί ενός αμάρτυρου τ. *λιχανάς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λιχάς — the space between the forefinger fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιχάς — Sp Lichas Ap Λιχάς/Lichas L p lis Graikijoje (Eubojoje) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Λίχας — Λίχᾱς , Λίχας masc nom sg Λίχᾱς , Λίχης masc acc pl Λίχᾱς , Λίχης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Лихас — (Λίχας) спутник Геракла, принесший ему от Деяниры пропитанное ядом платье (см.). Когда яд стал действовать, обезумевший Геракл сбросил в море неповинного Л. По имени Л. названы скалистые о ва недалеко от Кенейского мыса. С небольшими изменениями… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • λιχάδες — λιχάς the space between the forefinger fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχάδι — λιχάς the space between the forefinger fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχάδος — λιχάς the space between the forefinger fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχάδων — λιχάς the space between the forefinger fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λίχα — Λίχας masc voc sg (epic) Λίχᾱ , Λίχης masc nom/voc/acc dual Λίχης masc voc sg Λίχᾱ , Λίχης masc gen sg (doric aeolic) Λίχης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λίχαν — Λίχας masc voc sg Λίχᾱν , Λίχης masc acc sg (epic doric aeolic) Λίχης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”